καμηλιτῶν — καμηλῑτῶν , καμηλίτης camel driver masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμηλίτην — καμηλί̱την , καμηλίτης camel driver masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμηλίτης — καμηλί̱της , καμηλίτης camel driver masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμηλίτου — καμηλί̱του , καμηλίτης camel driver masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμηλίτῃ — καμηλί̱τῃ , καμηλίτης camel driver masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… … Dictionary of Greek
καμήλιον — καμήλιον, τὸ (AM) βλ. καμήλι … Dictionary of Greek
Χοιράδες — Oνομασία 2 συστάδων μικρών ελληνικών νησιών. Η μια βρίσκεται ανάμεσα στον φάρο της Μαλέας και στο ακρωτήριο Καμήλι. Oνομάζονται και Γορούνες ή Γουρούνες. Η άλλη βρίσκεται μεταξύ Ψυττάλειας και Σαλαμίνας. Τα μεγαλύτερα ονομάζονται Αταλάντη και… … Dictionary of Greek