καμήλι

καμήλι
το (AM καμήλιον, Μ και καμήλιν)
(υποκορ. τού κάμηλος)
1. μικρή καμήλα
2. (αργότ. και χωρίς υποκορ. σημασία) καμήλα («ἔστειλε καὶ καμήλια διακόσια φορτωμένα», Διγ. Ακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + υποκορ. κατάλ. -ιον*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καμηλιτῶν — καμηλῑτῶν , καμηλίτης camel driver masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμηλίτην — καμηλί̱την , καμηλίτης camel driver masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμηλίτης — καμηλί̱της , καμηλίτης camel driver masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμηλίτου — καμηλί̱του , καμηλίτης camel driver masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμηλίτῃ — καμηλί̱τῃ , καμηλίτης camel driver masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • καμήλιον — καμήλιον, τὸ (AM) βλ. καμήλι …   Dictionary of Greek

  • Χοιράδες — Oνομασία 2 συστάδων μικρών ελληνικών νησιών. Η μια βρίσκεται ανάμεσα στον φάρο της Μαλέας και στο ακρωτήριο Καμήλι. Oνομάζονται και Γορούνες ή Γουρούνες. Η άλλη βρίσκεται μεταξύ Ψυττάλειας και Σαλαμίνας. Τα μεγαλύτερα ονομάζονται Αταλάντη και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”